Από τον Ιούνιο, το Υπουργείο Ψηφιακών Υποθέσεων της Δανίας υλοποιεί πιλοτικά την ενσωμάτωση του LibreOffice στο εσωτερικό Σύστημα Ηλεκτρονικής Διαχείρισης Υποθέσεων (F2), σηματοδοτώντας μια στρατηγική προσπάθεια απεξάρτησης από ξένους τεχνολογικούς παρόχους και ενίσχυσης του κρατικού ελέγχου στις ψηφιακές του υποδομές. Η πρωτοβουλία, υπό την
ηγεσία της Υπουργού Ψηφιοποίησης Caroline Stage Olsen, υπερβαίνει τον στόχο της απλής εξοικονόμησης κόστους — αποτελεί επένδυση στη μακροπρόθεσμη ψηφιακή ανθεκτικότητα.
Περίπου 30 έως 40 υπάλληλοι συμμετέχουν ήδη στις δοκιμές, αξιολογώντας την απόδοση και τη λειτουργικότητα της εναλλακτικής σουίτας λογισμικού ανοιχτού κώδικα. Αν προκύψουν κρίσιμες δυσκολίες, υπάρχει η δυνατότητα προσωρινής επιστροφής σε προϊόντα της Microsoft· ωστόσο, ο βασικός στόχος παραμένει η ενίσχυση της ψηφιακής κυριαρχίας.
Η απόφαση ενισχύθηκε και από πρόσφατα γεγονότα, όπως η πολύκροτη διακοπή λειτουργίας του email στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, η οποία ανέδειξε τους κινδύνους της εξάρτησης από έναν και μόνο εξωτερικό πάροχο για κρίσιμα συστήματα. Παράλληλα, οι εύθραυστες γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή —και ειδικότερα η επιρροή αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών στη Γροιλανδία— έχουν επιταχύνει τις συζητήσεις γύρω από την έννοια της «ψηφιακής ανεξαρτησίας».
Η Δανία δεν είναι η μόνη χώρα που εξετάζει τέτοιες επιλογές. Παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν ξεκινήσει στη Γερμανία και τη Γαλλία· ωστόσο, η δανέζικη προσέγγιση φαίνεται να είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες και φιλόδοξες που έχουμε δει από εθνική κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια.
Το ενδιαφέρον για την πορεία της πρωτοβουλίας δεν περιορίζεται στο κεντρικό κράτος. Οι μεγαλύτεροι δήμοι της χώρας, όπως η Κοπεγχάγη και το Άαρχους, παρακολουθούν στενά την εξέλιξη και δηλώνουν πρόθυμοι να ακολουθήσουν παρόμοια κατεύθυνση, εφόσον τα αποτελέσματα αποδειχθούν θετικά.
Βεβαίως, η μετάβαση δεν είναι απλή υπόθεση. Η αποδέσμευση από το οικοσύστημα της Microsoft συνεπάγεται σημαντικές επενδύσεις στην κατάρτιση του προσωπικού, την αναπροσαρμογή διαδικασιών και την επίλυση προβλημάτων συμβατότητας με υφιστάμενα συστήματα. Ωστόσο, πρόκειται για μια επένδυση που υπόσχεται μεγαλύτερη διαφάνεια, ενισχυμένο δημόσιο έλεγχο και μια δυναμική κοινότητα φορέων του Δημοσίου που αξιοποιούν και εξελίσσουν από κοινού ανοιχτές ψηφιακές λύσεις.
Καθώς η Ευρώπη επανεξετάζει τον βαθμό εξάρτησής της από εξωευρωπαϊκές τεχνολογικές πλατφόρμες, η επιλογή της Δανίας ίσως αποτελέσει πρότυπο για μια νέα γενιά ψηφιακών πολιτικών — πολιτικών που τοποθετούν το δημόσιο συμφέρον στο επίκεντρο της τεχνολογικής διακυβέρνησης.